σφωίτερον

σφωίτερον
σφωίτερος
of you two
masc acc sg
σφωίτερος
of you two
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σφωΐτερος — (I) τέρα, ον, Α 1. (κτητ. αντωνυμ. επίθ. τού σφῶϊ, αντων. β προσ. δυϊκ. αριθ.) εσάς τών δύο, ο δικός σας («σφωΐτερον... ἔπος», Ομ. Ιλ.) 2. (και για το β εν. πρόσ.) ο δικός σου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφω/σφῶϊ «εσείς οι δύο» + κατάλ. τερος (πρβλ. ἡμέ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”